δημοδιδασκαλικός, -ή

δημοδιδασκαλικός, -ή
αυτός που αναφέρεται στο δημοδιδάσκαλο: Είναι αναστατωμένος ο δημοδιδασκαλικός κλάδος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δημοδιδασκαλικός — ή, ό όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον δημοδιδάσκαλο ή στους δημοδιδασκάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοδιδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Αρ. Σπαθάκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”